“Το βλέμμα του άλλου” και ο πόνος της απώλειας
Το πρωί της περασμένης Κυριακής, καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας και ξεφύλλιζα τις κυριακάτικες εφημερίδες, πίνοντας το δεύτερο καφέ μου, όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από μια αγαπημένη φίλη, την Ξανθή.
Η φίλη αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, αλλά η ιδιαίτερη «καλλιτεχνική» ευαισθησία της και η ανάγκη της να ζει κοντά στη φύση, την οδήγησαν σε ένα όμορφο νησί των Κυκλάδων όπου ζει, εργάζεται και δημιουργεί τα τελευταία δέκα χρόνια. Ωστόσο δεν έχει χάσει την επαφή της με την πρωτεύουσα, την οποία επισκέπτεται συχνά, για να ενημερώνεται σχετικά με τα θέματα της δουλειάς της, αλλά και για να παρακολουθεί τα πολιτιστικά δρώμενα.
Η επικοινωνία μας μου δίνει πάντα μεγάλη χαρά και ανοίγει δρόμους στη σκέψη μου, γιατί είναι ένας άνθρωπος με διάθεση αναζήτησης, ανοιχτός στην εμπειρία, και, το κυριότερο, με μια εσωτερική γενναιοδωρία, καθώς διατηρεί πάντα μέσα της διαθέσιμο «ψυχικό χώρο», για να δέχεται τους άλλους και αυτό που η ζωή φέρνει στο διάβα της.
Είχε βγει μια βόλτα για να απολαύσει τον πρωινό αέρα. Αφορμή για την επικοινωνία μας αυτή στάθηκε η ανάγκη της να μοιραστεί με κάποιον τις συγκινήσεις και τις σκέψεις που γεννήθηκαν μέσα της, όταν είδε πρόσφατα ένα κινηματογραφικό έργο.
Οι κινηματογραφικές ταινίες, όπως και τα λογοτεχνικά βιβλία και κάθε άλλο είδος τέχνης, έχουν την ικανότητα να ενεργοποιούν μέσα μας, συναισθήματα, σκέψεις και ιδέες αλλά ταυτόχρονα – μέσα από τους ψυχολογικούς μηχανισμούς της ταύτισης και της προβολής κατά κύριο λόγο – να καθρεφτίζουν κομμάτια του εαυτού μας και να φέρνουν στην επιφάνεια διάφορα προσωπικά θέματα. Τα θέματα αυτά, αν καταφέρουμε να τα διερευνήσουμε και να τα επεξεργαστούμε, μας δίνουν τη δυνατότητα να κάνουμε ένα ακόμα βήμα στο δρόμο μας προς την αυτογνωσία και την προσωπική ανάπτυξη.
Το έργο αναφέρεται στη σχέση ενός ζευγαριού, ενός άντρα και μιας γυναίκας, που και οι δύο παλεύουν να προχωρήσουν και να καταξιωθούν επαγγελματικά στο χώρο της τέχνης. Στην προσπάθειά τους αυτή, κάποια στιγμή χάνονται, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους. Ξαναβρίσκονται τυχαία, ύστερα από χρόνια, έχοντας πλέον φτιάξει ο καθένας τη δική του πραγματικότητα. Η απρόσμενη συνάντησή τους φέρνει μαζί της μνήμες της κοινής τους πορείας και της ζωής που έζησαν μαζί.
Από το τηλέφωνο, άκουγα την Ξανθή να προσπαθεί να συνεχίσει το περπάτημά της και συγχρόνως να ψάχνει να βρει τα κατάλληλα λόγια για να μου μεταφέρει, μέσα από μια τηλεφωνική επικοινωνία, τι είχε γεννήσει μέσα της αυτή η ταινία.
Η συνομιλία μας σταμάτησε για λίγο, καθώς προσπαθούσε να δώσει μορφή στα συναισθήματά της, για να μπορέσει να τα αναγνωρίσει και να τα βάλει σε μια σειρά.
Όταν ξαναμίλησε, ο αέρας που είχε αρχίσει να φυσάει πιο δυνατά, έπαιρνε, κατά καιρούς, μακριά ένα μέρος από τα λόγια της, χωρίς ωστόσο, να καταφέρνει να πάρει μαζί του και τη συγκίνηση, που ήταν έκδηλη στη φωνή της, όταν άρχισε να περιγράφει αυτό που της έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση: το βλέμμα που αντάλλαξε το ζευγάρι στο τελευταίο πλάνο της ταινίας. Εκείνο το τελευταίο βλέμμα που της «είχε πει» τόσα πολλά. Ήταν ένα βλέμμα, που σύμφωνα με την ίδια, «κουβαλούσε» μαζί του τον πόνο και τη θλίψη της απώλειας. Τον πόνο που φέρνει η συνειδητοποίηση ότι ένα κομμάτι της ζωής μας έχει χαθεί πλέον οριστικά και ίσως μαζί και μια ευκαιρία να είχαμε ζήσει «αλλιώς».
Το βλέμμα του «άλλου» και η έννοια του «μάρτυρα»
Καθώς η Ξανθή συνέχιζε να μιλάει για «κείνο» το βλέμμα, η αίσθηση που μου δημιουργούσαν τα λόγια της ήταν ίδια με την αίσθηση που είχα όταν πέθανε ο αγαπημένος θείος των παιδικών μου χρόνων, ο μικρότερος αδελφός της μητέρας μου. Όταν χάθηκε, ήταν σαν να πήρε μαζί του και να χάθηκε, επίσης, ένα μέρος από τις «εικόνες» της παιδικής μου ηλικίας.
Πέρα από τη σχέση που δημιουργούμε με τους «σημαντικούς άλλους» της ζωής μας, η ίδια τους η ύπαρξη αποτελεί μια μαρτυρία της δική μας ζωής. «Υπάρχουμε» μέσα από το βλέμμα των άλλων. To βλέμμα τους «καταγράφει» και «μαρτυρεί» την ύπαρξή μας. Το γεγονός ότι υπήρξαμε σε τόπο και χρόνο.
Κάθε φορά, που για οποιονδήποτε λόγο, χάνεται ένα πρόσωπο που υπήρξε σημαντικό για μας, είναι σαν να χάνεται μαζί του και ένα κομμάτι της ύπαρξής μας.
Σκεφτείτε μια σημαντική σχέση που κάνατε στην αρχή της ζωής σας και τις εικόνες που πήρε μαζί του ο συγκεκριμένος σύντροφος. Εικόνες του εαυτού σας, όταν ήσαστε 18, 20 ή 25 ετών. Εκφράσεις της ύπαρξής σας, που ίσως, δεν είχε δει κανείς άλλος. Πλευρές «εκείνου» του εαυτού που ήσασταν κάποτε και που, αυτό το πρόσωπο, «είδε». Εκείνο το κορίτσι ή το αγόρι που ήσασταν τότε, δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά. Οι εικόνες του χάθηκαν στο παρελθόν. Ωστόσο υπήρξαν και καταγράφτηκαν μέσα από το βλέμμα του «άλλου». Ο «άλλος» τις κουβαλάει μέσα του σαν ένα είδος «θεματοφύλακα». Έγινε μάρτυρας ενός μέρους της ύπαρξής σας.
Κάθε φορά, που για οποιονδήποτε λόγο αποχαιρετάμε ένα τέτοιο πρόσωπο, έναν «μάρτυρα» της ζωής μας, αποχαιρετάμε μαζί και εκείνες τις πλευρές μας που «απεικονίστηκαν» μέσα από αυτόν. Με κάποιον τρόπο είναι σαν να τις χάνουμε και αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με τον πόνο της απώλειας και το πένθος που τη συνοδεύει.
-Ελα, πού είσαι; Σ’έχασα! Μ’ακούς;
Η φωνή της φίλης μου με απέσπασε από τις σκέψεις μου και με επανέφερε στη συνομιλία μας.
Καθώς η συζήτησή μας συνέχισε το δρόμο της και άρχισαν να ξεδιπλώνονται οι συνειρμοί μας, ένα άλλο σημαντικό θέμα και μαζί, μια άλλη μορφή απώλειας, άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια: «οι δρόμοι που δεν πήραμε», οι ζωές που θα μπορούσαμε να έχουμε ζήσει και τα «turning points» της προσωπικής μας στορίας…(συνεχίζεται)
© 2016-2022 Dr Αννα Αντωνοπούλου – meta-psychology.gr
Η αφήγηση… με κίνησε…με μετακίνησε… θυμήθηκα “πρόσωπά μου” και “σχέσεις” που αφήνω πίσω… στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον ψάχνοντας να καταλάβω τον άχρονο εαυτό…